- χάιδιο
- το, Νβλ. χάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάδι — το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν 1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία 2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («τού έκανε πολλά χάδια και τόν κατάφερε») 3. νάζι, ακκισμός.… … Dictionary of Greek